- λεσχήν
- λεσχήν, -ῆνος, ἡ (Α)φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + επίθημα -ήν (πρβλ. κῶλον: κωλήν). Το επίθημα -ήν απαντά συνήθως σε τεχνικούς όρους (πρβλ. σφην, σωλήν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λέσχην — Λέσχη couch fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχην — λέσχη couch fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
επαλής — ἐπαλής, ές (Α) 1. θερμός από τον ήλιο ή τη φωτιά, ευήλιος («ἐπαλέα λέσχην ὥρη χειμερίη», Ησίοδ.) 2. (κατά τη γνώμη άλλων παράγεται από το ἁλίζω = συναθροίζω και ερμηνεύουν: πλήρης, γεμάτος). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *άλεος, το ή αλέα «θερμότης, ηλιακή … Dictionary of Greek
κήρυγμα — το (ΑΜ κήρυγμα, ύγματος) [κηρύσσω] 1. αυτό που αναγγέλλει ο κήρυκας, προκήρυξη, ανακοίνωση, γνωστοποίηση («προελθὼν ὁ κήρυξ... ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα», Αισχίν.) 2. προφορική ή γραπτή διδασκαλία, προτροπή σε κάτι (α. «άρχισε πάλι να μού… … Dictionary of Greek
λεσχηνίτης — λεσχηνίτης, ὁ (Α) λεσχηνευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεσχήν, ῆνος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λιμεν ίτης, σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
λεσχηνεί — λεσχηνεῑ (Α) [λεσχήν] (κατά τον Ησύχ.) «ὁμιλεῑ, μυθολογεῑ» … Dictionary of Greek
λεσχηνεύω — (AM) [λεσχήν] (ενεργ. και μέσ.) συζητώ, συνομιλώ («εἰς τὸ πρόσθεν ἐβάδιζε λεσχημονεύων τοῑς πρέσβεσι», Αππ.) … Dictionary of Greek
λεσχηνώτης — λεσχηνώτης, ὁ (Α) [λεσχήν] μαθητής, ακροατής … Dictionary of Greek